- ὑπέρζεστος
- ὑπέρ-ζεστος, ον,A boiling over,
ὕδατα Arist.Mu.395b25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδατα Arist.Mu.395b25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέρζεστος — ον, Α [ζεστός] παραβρασμένος … Dictionary of Greek
ὑπέρζεστα — ὑπέρζεστος boiling over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)